Φήμιος

Φήμιος
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός αοιδός των ανακτόρων του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Με τη φόρμιγγα και τα άσματά του ψυχαγωγούσε τους μνηστήρες της Πηνελόπης, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο παλάτι στη διάρκεια της πολύχρονης απουσίας του ήρωα. Ήταν γιος του Τερπίδα, τον οποίο ο Οδυσσέας είχε ορίσει φεύγοντας σύμβουλο της συζύγου του. 2. Δεύτερος σύζυγος της μητέρας του Oμήρου, που φρόντισε για την αγωγή του ποιητή. 3. Πατέρας του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα και παππούς του Θησέα. 4. Ένας από τους μνηστήρες της ωραίας Ελένης. 5. Μυθικός ήρωας της μακεδονικής πόλης Φημιών. 6. Βασιλιάς των Αινιάνων. Φ. ήταν και επίθετο του Δία. Φημία λεγόταν η Αθηνά.
* * *
ὁ, Α [φῆμις]
1. περιώνυμος αοιδός τής Οδύσσειας, που αναφέρεται ως αυτοδίδακτος, είχε συνοδεύσει την Πηνελόπη από τη Σπάρτη στην Ιθάκη, όταν πήρε σύζυγό της τον Οδυσσέα, και ήταν εκείνος που φρόντιζε τη βασίλισσα όσον καιρό έλειπε ο Οδυσσέας στην Τροία
2. θετός πατέρας τού Ομήρου, που φρόντισε για τη μόρφωση και την ανατροφή του:
3. προσωνυμία τού Διός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φήμιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμιος — masc nom sg φή̱μιος , φῆμις speech fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φημίου — Φήμιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φημίου — φήμιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φημίῳ — Φήμιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φημίῳ — φήμιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φήμιε — Φήμιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμιε — φήμιος masc voc sg φή̱μιε , φῆμις speech fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φήμιον — Φήμιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμιον — φήμιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”